- κρηπίδα
- Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της θάλασσας κατέβηκε τουλάχιστον 100 μ. Στην κ. παρατηρούνται ίχνη κοιλάδων, οι οποίες αποτελούν συνέχεια κοιλάδων διαφόρων ποταμών, τυρφώνων, λιθώνων, παγετώνων και προσχωμάτων. Ορισμένες φορές η ηπειρωτική κ. κατεβαίνει σε βάθος μεγαλύτερο των 200 μ. Φαίνεται ότι το φαινόμενο αυτό προκαλείται από συνίζηση (κατακάθισμα) τεκτονικής φύσης. Αν υποτεθεί ότι η στάθμη των νερών της θάλασσας θα υποβιβαστεί κατά 200 μ., η ηπειρωτική κ. θα μεταβληθεί σε ξηρά. Στα πλαίσια αυτής της προοπτικής όλες οι ήπειροι, με εξαίρεση την Ανταρκτική, την Αυστραλία καθώς και το νησί της Μαδαγασκάρης, θα ενωθούν και θα σχηματίσουν μια συνεχή ξηρά. Η Μάγχη, η Βόρεια θάλασσα και η Βαλτική θα εξαφανιστούν, ενώ η Νοβάγια Ζέμλια, τα νησιά της Νέας Σιβηρίας, καθώς και τα νησιά Βόρνεο, Σουμάτρα και Ιάβα θα ενωθούν με την Ασία.
Η Ελλάδα περιβάλλεται από στενή ηπειρωτική κ., με εξαίρεση τη Μακεδονία και τη Θράκη, γι’ αυτό και στα παράλια των δύο αυτών διαμερισμάτων η αλιεία διεξάγεται με πιο ευνοϊκές συνθήκες.
* * *η (AM κρηπίς, -ῑδος)1. λιθόκτιστο πλάτωμα σε όχθη ποταμού ή σε προκυμαία («ἀποβαίνων δ' ἐκ τῆς νεὼς καταλαμβάνει τόν τε Κλεομένη καὶ τὸν Παντέα... ἐν τῷ λιμένι παρὰ τὴν κρηπῑδα περιπατοῡντας», Πολ.)2. τειχισμένη όχθη ή προκυμαία3. θεμέλιο οικοδομήματος, υπόβαθρο («ὦ Κηναία κρηπὶς βωμῶν», Σοφ.)4. το βάθρο τών αψίδων γέφυρας («πατήσασα τον ένα πόδα επί τής εσοχής εκείνης τού τοίχου ανήλθε μετά κόπου εις την κρηπίδα», Παπαδ.)5. βαθμίδα, σκαλοπάτι στο πρόσθιο μέρος τής αγίας τράπεζας τών βυζαντινών ναώννεοελλ.1. τμήμα τού βυθού θάλασσας που βρίσκεται κοντά στην ξηρά2. φρ. «ηπειρωτική κρηπίδα» — η υποθαλάσσια ζώνη τού βυθού τών θαλασσών η οποία περικρασπεδώνει τις ηπείρους και φθάνει ώς το υφαλοπρανές, δηλαδή ώς το βάθος 200 μέτρων, αλλ. υφαλοκρηπίδαμσν.-αρχ.η βάση, το θεμέλιο ή η αρχή μιας πράξης ή κατάστασης («βάλλεσθαι κρηπῑδα σοφῶν ἐπέων», Πίνδ.)αρχ.1. είδος υποδημάτων με χονδρές σόλες, που αποτελούνταν από ένα πέλμα το οποίο συγκρατούσαν στο πόδι ιμάντες και το οποίο ήταν εφοδιασμένο με ένα ανώτερο τμήμα που κάλυπτε τη φτέρνα και άφηνε ακάλυπτα τα δάχτυλα τού ποδιού2. είδος πίτας που είχε σχήμα υποδήματος3. η σειρά τών καθισμάτων στο αρχαίο θέατρο4. το φυτό ελμινθία η εχινοειδής5. είδος επιδέσμου6. (για ασθένεια) η βάση, η αφορμή7. στον πληθ. αἱ κρηπῑδεςα) στρατιωτικά υποδήματαβ) συνεκδ. οι στρατιώτες8. φρ. «κρηπῑδες λευκαί» — σημείο εκθηλύνσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παράγωγο αμάρτυρης λ., πρβλ. τις συγγενείς λ. κνημίς (< κνήμη), χειρίς (< χείρ), ενώ κατ' άλλους είναι δάνεια λ. Συνδέεται πιθ. με ομάδα ΙΕ λ. που έχουν σημ. «υπόδημα», πρβλ. λιθουαν. kurpe·. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή crepida «υπόδημα», crepido «κρηπίδα».ΠΑΡ. κρηπίδιον, κρηπιδώαρχ.κρηπιδαίον, κρηπιδαίος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρηπιδοποιός, κρηπιδουργόςαρχ.-μσν.κρηπιδοπώλης. (Β' συνθετικό) αρχ. βαθυκρηπίς, επικρηπίς, μελαγκρηπίς, μονοκρηπίς, οπισθοκρηπίςνεοελλ.υφαλοκρηπίδα].
Dictionary of Greek. 2013.